Dictionary of Greek. 2013.
αλοίτης — ἀλοίτης, ο (Α) αιολικός τύπος αντί ἀλείτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλείτης. ΠΑΡ. αρχ. ἀλοιτηρός] … Dictionary of Greek